- οντουλάρισμα
- το, -ατοςκαι οντουλασιόν (λ. γαλλ.), η πράξη και το αποτέλεσμα του οντουλάρω, είδος χτενίσματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οντουλάρισμα — το [οντουλάρω] η ενέργεια τού οντουλάρω, τεχνητό κατσάρωμα τών μαλλιών, βοστρύχωση … Dictionary of Greek
οντουλασιόν — το άκλ. διευθέτηση τών μαλλιών με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτήσουν κυματοειδές σχήμα κατά απομίμηση τού φυσικού, οντουλάρισμα, βοστρύχωση, κατσάρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ondulation (βλ. λ. οντουλάρω)] … Dictionary of Greek
φριζάρισμα — το, ατος η βοστρύχωση, το κατσάρωμα, το σγούρωμα, το οντουλάρισμα, η οντουλασιόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)